Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαρδίον το· λαρδίν· λαρδί.
-
- Χοιρινό λίπος που διατηρείται παστό, λαρδί:
- λαρδί κουρουπιαστόν (Ριμ. κόρ. 664· Σταφ., Ιατροσ. 496).
[<ουσ. λάρδος + κατάλ. ‑ίον. Τ. λαρτίν σήμ. κυπρ. Ο τ. ‑ί και σήμ. Η λ. τον 7. αι. (Lampe, λ. λά‑, εσφαλμ. αντί ‑ίον)]
- Χοιρινό λίπος που διατηρείται παστό, λαρδί: