Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: κλήρος
2 items total [1 - 2]
κλήρος (I) ο.
  • 1) Λαχνός, κλήρωση:
    • κλήρους θέτουσιν … τις γαρ ακοντίσει πρώτον (Ερμον. Υ 210).
  • 2) (Μεταφ.) μοίρα, τύχη:
    • επολαύσετε … τον κλήρον των μαρτύρων (Διήγ. ωραιότ. 74).
  • 3) Περιουσία, κτήματα:
    • πολύς γαρ κλήρος ην αυτῴ και πλήθος πολύ πλούτου (Διγ. Z 1320).
  • 4) Κληρονομιά:
    • Οι ουν λαβόντες εξαρχής ως πατρικόν τους κλήρον των πάντων την ευπάθειαν και την ευημερίαν (Προδρ. II 77).
  • 5) Οι κληρικοί:
    • (Βίος Αλ. 1617), (Σκλέντζα, Ποιήμ. 164).

[αρχ. ουσ. κλήρος. Η λ. και σήμ.]

κλήρος (II) το.
  • 1) Κλήρωση:
    • του Σωτήρος … το της χλαίνας κλήρος (Παϊσ., Ιστ. Σινά 342).
  • 2) Οι κληρικοί:
    • ο ’πίσκοπος των Λευκάρων επήγεν με το κλήρος του … ζητών τον σταυρόν (Μαχ. 6427).

[<ουσ. κλήρος ο με αλλαγή γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go