Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλοήθης, επίθ.
-
- Που έχει καλό χαρακτήρα· που έχει λεπτά, ευγενικά χαρακτηριστικά:
- (Eρμον. Δ 106).
- H λ. ως κύρ. όν.:
- (Δωρ. Mον. XXVIII).
[μτγν. επίθ. καλοήθης. H λ. και σήμ. λόγ.]
- Που έχει καλό χαρακτήρα· που έχει λεπτά, ευγενικά χαρακτηριστικά: