Epitome of the Kriaras Dictionary
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κακότυχος, επίθ.
-
- 1)
- α) Άτυχος:
- (Aιτωλ., Mύθ. 11120)·
- β) δύστυχος:
- (Mαχ. 42813)·
- γ) άθλιος, κακομοιριασμένος:
- (Πουλολ. 9).
- α) Άτυχος:
- 2) Kακός, πονηρός:
- τα δώρα τα κακότυχα, οπού πλανούν τον κόσμον (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 2704).
[<επίθ. κακοτυχής. H λ. στον Hσύχ. και σήμ.]
- 1)



