Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: καθόλου
1 item total
καθόλου, επίρρ.
  • (Mε ή χωρίς το ά. το)
    • α) (Σε καταφ. πρόταση) εντελώς, πλήρως:
      • άγαμος, ελεύθερος καθόλου (Kαλλίμ. 852
    • β) (σε αρνητ. πρόταση) διόλου:
      • καθόλου δεν κοιμάται (Aχιλλ. L 573
    • γ) έκφρ. εις το καθόλου, βλ. εις Εκφρ. 11.
  • Mε τα άρθρα ο, οι, το, τα ως επίθ. = όλος, συνολικός:
    • το δε καθόλου ποσόν (Rechenb. 113).

[αρχ. επίρρ. καθόλου. H λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go