Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θεοποιώ.
-
- Κάνω, θεωρώ κάπ. θεό:
- (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2684)·
- μόνον την κοιλίαν θεοποιεί, την δε ψυχήν αφήκεν έρημον (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι IV 47).
[μτγν. θεοποιέω. Η λ. και σήμ.]
- Κάνω, θεωρώ κάπ. θεό:



