Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζουλάπιν
1 εγγραφή
ζουλάπιν το· ζουλάπι.
  • Φαρμακευτικό παρασκεύασμα ρευστό, φτιαγμένο από νερό και αποστάγματα λουλουδιών, ζάχαρη ή μέλι, που χρησιμοποιείται ως μαλακτικό και ηρεμιστικό ή για να διαλύονται σ’ αυτό άλλα φάρμακα:
    • (Ιατροσ. κώδ. σις´).

[<αραβ. ğulāb <περσ. gulāb. Η λ. τον 7.-9. αι. (LBG, ιον), στο Meursius (λ. ιον) και το Du Cange (και τ. ζουλάβιν)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες