Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: ερωτοδουλεία
1 item total
ερωτοδουλεία η.
  • Υποδούλωση στον έρωτα:
    • τράχηλον κλίνε εις τον ζυγόν της ερωτοδουλείας (Λίβ. (Lamb.) N 243).

[<ουσ. έρωτας + δουλεία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go