Epitome of the Kriaras Dictionary
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ερημώνω· ’ρημώνω.
-
- Α´ (Μτβ.) λεηλατώ, καταστρέφω:
- ερημώναν του βασιλέως τους τόπους (Χρον. Μορ. H 9098).
- Β´ (Αμτβ.) καταστρέφομαι:
- διά έναν άγνωστον θέλομεν να ’ρημώσει (Ιστ. Βλαχ. 510).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = εγκαταλειμμένος, μόνος, έρημος:
- Αυτός οπὄμεινεν εκεί ’ς νησίν ερημωμένος (Ιμπ. (Legr.) 765).
[<ερημώ. Η λ. τον 9. αι. (LBG), στο Meursius (‑μμό‑) και σήμ.]
- Α´ (Μτβ.) λεηλατώ, καταστρέφω:



