Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελευθερία η· ελευθεριά· ελευτερία· ελευτεριά· ’λευθερία· ’λευθεριά· λευτεριά.
-
- 1) Ελευθερία:
- (Ερωφ. Δ´ 570), (Ζήν. Δ´ 60).
- 2) Απελευθέρωση δούλου:
- ο αφέντης να δώσει ελευθερίαν του σκλάβου του (Ασσίζ. 40017).
- 3) Απαλλαγή· λύτρωση, σωτηρία:
- στους πειρασμούς και παν κακόν είναι (ενν. η Παναγία) ελευθερία (Διακρούσ. 11710).
- 4) Ανεξαρτησία:
- λευτεριά τσ’ εξάς μου (Φορτουν. Γ´ 381).
- 5) Δικαίωμα, προνόμιο· παραχώρηση:
- ελευθερίες τους σκλάβους … εποίκεν (Μαχ. 50625· Τζάνε, Κρ. πόλ. 5456).
- 6) Κατοχή, κυριότητα:
- σπίτια, χωράφια, στάμενα να ’ναι στην λευτεριά του (Τζάνε, Κρ. πολ. 2228).
- 7) Γενναιοδωρία:
- να εχάρισε δύο μιλιούνια φλωρία, διά να δείξει την ελευτερίαν του χερίου του (Χρον. σουλτ. 1418).
- 8) Έλλειψη δισταγμού:
- τ’ άλλα σου, … κάλλη να μου χαρίσεις … με λευτεριά μεγάλη (Φαλιέρ., Ιστ. 618).
- 9) Ευκινησία:
- ώρες πασσάτες ήκανα με ελευτεριά μεγάλη (Στάθ. Γ´ 28).
[αρχ. ουσ. ελευθερία. Ο τ. ’λευθεριά στο Somav. Ο τ. ελευτερία και σήμ. κυπρ. και ποντ. Η λ. και ο τ. λευτεριά και σήμ.]
- 1) Ελευθερία: