Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: εικονογράφος
1 item total
εικονογράφος ο.
  • Αυτός που ζωγραφίζει εικόνες:
    • Τεχνίτες επιτήδειους είχα κι εικονογράφους (Τζάνε, Φιλον. 5867).

[αρχ. ουσ. εικονογράφος. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go