Epitome of the Kriaras Dictionary
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διακρίνω· διακρένω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Κάνω διάκριση, ξεχωρίζω:
- (Λίβ. Esc. 846).
- 2) Παρατηρώ, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι:
- (Λίβ. N 1430).
- 3) Ερμηνεύω, εξηγώ:
- όσα και αν έν’ δυσνόητον (ενν. το ερώτημα) εγώ να το διακρίνω (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 883).
- 4) Αποδίδω το δίκαιο, δικαιώνω:
- να ιδεί … το δίκαιον και να το διακρίνει (Ριμ. Βελ. ρ 652).
- 5) Μεταπείθω κάπ.:
- να τον διακρίνετε να έλθει εις θέλημά σας (Χρον. Μορ. P 8538).
- 1) Κάνω διάκριση, ξεχωρίζω:
- II. Μέσ.
- 1) Ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, αναλογίζομαι:
- εις τον νουν του ως φρόνιμος τ’ ό,τι εδιακρίθη (Κορων., Μπούας 119).
- 2) Φροντίζω:
- να τους βάλει σε τιμήν πολλά εδιακρίθη (Κορων., Μπούας 117).
- 3) Διστάζω:
- Μη φοβηθείτε τίποτες και μη το διακριθείτε (Θησ. (Foll.) I 30).
- 1) Ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, αναλογίζομαι:
[αρχ. διακρίνω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.



