Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: διακινώ
1 item total
διακινώ.
  • Α´ (Μτβ.) μετακινώ κ.:
    • (Ορνεοσ. αγρ. 56817).
  • Β´ (Αμτβ.) μπαίνω σε κίνηση· ξεκινώ:
    • μαζωκτήκαμεν … και όλοι διακινούμεν (Διήγ. ωραιότ. 629).

[αρχ. διακινέω. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go