Epitome of the Kriaras Dictionary
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- γύμνια η· γυμνιά· εγδυμνιά.
-
- Γυμνότητα:
- Φύλλα συκής μαζώνουσιν, χώνουν την εγδυμνιάν τους (Χούμνου, Κοσμογ. 81).
[<επίθ. γυμνός + κατάλ. ‑ια. Ο τ. γυμνιά στο Somav. Ο τ. εγδυμνιά στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ). Η λ. και σήμ.]
- Γυμνότητα:
- γυμνιάδα η· εγδυμνιάδα.
-
- Γύμνια:
- η καρδιά μου τρομάσσει … από την εγδυμνιάδα (Φαλιερ., Ιστ. 105).
[<ουσ. γύμνια αναλογ. με ουσ. σε ‑άδα]
- Γύμνια:



