Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: γέννα
5 items total [1 - 5]
γέννα η.
  • 1) Γέννηση, τοκετός:
    • (Απόκοπ. 431
    • φρ. έρχομαι στη γέννα = πρόκειται να γεννήσω:
      • (Ερμον. Α 36).
  • 2) Το σύνολο των παιδιών, των απογόνων:
    • Γυναίκες, άνδρες, τέκνα μου, γέννα κι αναθροφή μου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2291).
  • 3) (Προκ. για τη σελήνη) ανατολή:
    • γέννα της σελήνης (Καλλίμ. 897).

[αρχ. ουσ. γέννα. Η λ. και σήμ.]

Γέννα τα.
  • Χριστούγεννα:
    • τα Γέννα ού το Πάσχαν (Ασσίζ. 4275).

[ουσ. γέννα η με αλλαγή γένους. Η λ. τον 6. αι.]

γενναίος, επίθ.
  • 1) Τολμηρός, ισχυρός, ανδρείος:
    • εύτολμος, γενναίος στρατιώτης (Αχιλλ. N 1320).
  • 2) (Υπερθ.) τιμητική προσφών.:
    • ω γενναιότατοι, φίλοι και αδελφοί μου (Περί ξεν. 204).
  • 3) (Προκ. για βάδισμα) γρήγορος:
    • αναχωρήσωμεν εν βαδισμῴ γενναίῳ (Καλλίμ. 226).

[αρχ. επίθ. γενναίος. Η λ. και σήμ.]

γενναίως, επίρρ.· γενναιώς.
  • 1) Με γενναιότητα, με τόλμη:
    • (Διγ. Z 2395).
  • 2) Με υπομονή, καρτερικά:
    • Εάν πονείς τον έρωταν, υπόμενε γενναίως (Αχιλλ. O 364).

[αρχ. επίρρ. γενναίως]

Γεννάριος ο,
βλ. Ιανουάριος.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go