Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γάιδαρος ο· γάδαρος· γαΐδαρος.
-
- α) Το ζώο γάιδαρος:
- (Πανώρ. Β´ 31)·
- (σε παροιμ.):
- Ελάκτισεν ο γάιδαρος και δέρουσι το σάγμα (Γλυκά, Στ. 274)·
- Δέσε το γάιδαρο … όπου ορίσει ο νοικοκύρης και … ας ψοφήσει (Φορτουν. Β´ 371)·
- (υβριστ.):
- Πήγαινε, γάιδαρε, αποπά γή σπω την κεφαλή σου (Φορτουν. Ε´ 372)·
- β) (μεταφ.) τιποτένιος:
- όλοι μου εφάνησαν εμέν παγκλέπτες και γαδάροι (Σαχλ., Αφήγ. 349).
[μτγν. ουσ. γάδαρος (L‑S, και σήμ. ιδιωμ.) <ινδικά ghádar (γύφτικο), gadarō ή gadaró (Καραποτόσογλου, Κυπρ. Σπ. 43, 1979, 95-116). Για τον τ. γαΐ‑ (Meursius) πβ. αείδαρος. Η λ. και σήμ.]
- α) Το ζώο γάιδαρος: