Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρουτσίν
1 εγγραφή
βρουτσίν το.
  • Μικρή βούρτσα από τρίχες χοίρου:
    • (Προδρ. II 53 χφ H κριτ. υπ).

[<ουσ. βρούτσα (LBG, τζα) + κατάλ. ίν. Η λ. και σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες