Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βράκα η.
-
- Ευρύχωρο ανδρικό ή γυναικείο ένδυμα, που περιβάλλει το σώμα από τη μέση έως τα γόνατα ή και τους αστραγάλους:
- από το φόβο … τσι βράκες τως τσιρλούσι (Κατζ. Β´ 10).
[εν. του μτγν. ουσ. βράκες οι (DGE). Η λ. και σήμ.]
- Ευρύχωρο ανδρικό ή γυναικείο ένδυμα, που περιβάλλει το σώμα από τη μέση έως τα γόνατα ή και τους αστραγάλους:
- βρακάκι το.
-
- Κοντή περισκελίδα:
- Φραγκάκια, με τα κούντουρα βρακάκια (Τριβ., Ταγιαπ. 106).
[<ουσ. βρακί + κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Κοντή περισκελίδα:



