Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκέρι
1 εγγραφή
ασκέρι το· ασκέριν.
  • Στράτευμα:
    • (Λεηλ. Παροικ. 12).

[<τουρκ. asker. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες