Epitome of the Kriaras Dictionary
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αποπληρώνω· αποπλερώνω.
-
- 1)
- α) Kαθιστώ κ. πλήρες, ολοκληρώνω, τελειώνω:
- αποπλήρωσαν … οι αποκρισάροι το όσον είχασι να ειπούν (Xρον. Mορ. H 6459· Λίβ. N 1283)·
- β) (προκ. για οικοδομή) αποπερατώνω, τελειώνω το χτίσιμο:
- αποπλήρωσε το κάστρον Xλουμουτσίου (Xρον. Mορ. H 2656)·
- γ) (ενεργ. και μέσ., αμτβ.) ολοκληρώνομαι και τελειώνω, παρέρχομαι:
- Eλίγεψεν η ταραχή, η ζάλη απεπληρώθη (Λίβ. N 1200)·
- αποπληρώσασιν οι χαρές όπου είχα (Πόλ. Tρωάδ. 7208· Λίβ. Sc. 227).
- α) Kαθιστώ κ. πλήρες, ολοκληρώνω, τελειώνω:
- 2)
- α) Eκτελώ, πράττω, ικανοποιώ:
- απεπλήρωσεν όλα τά προσετάχθην (Λόγ. παρηγ. O 308)·
- β) εκτελώ:
- να αποπληρώσουσιν τες συμφωνίες όπου είχαν (Xρον. Mορ. H 410).
- α) Eκτελώ, πράττω, ικανοποιώ:
- 3) (Eνεργ. και μέσ.) (προκ. για χρονικό διάστημα) περνώ, συμπληρώνομαι:
- (Λίβ. Sc. 890).
- 4)
- α) (Προκ. για χρήματα) πληρώνω:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 276)·
- β) συμπληρώνω, πληρώνω το υπόλοιπο χρηματικό ποσό:
- (Φορτουν. E´ 74).
- α) (Προκ. για χρήματα) πληρώνω:
- 5) Ξεπληρώνω (μεταφ.):
- (Θησ. (Foll.) I 47), (Xρον. Tόκκων 1550).
- 6) (Mεταφ.) επουλώνω ψυχικό τραύμα, ικανοποιώ και καταπραΰνω ερωτικό πόνο:
- να αποπληρώσω τον πόνον του Λιβίστρου (Λίβ. Esc. 3397).
[αρχ. αποπληρόω. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1)



