Epitome of the Kriaras Dictionary
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ακουμπιστήρι το· αγκουπιστήρι· ακουμβιστήριον.
-
- 1) Kάθισμα, ανάκλιντρο, μέρος όπου αναπαύεται κανείς:
- (Διήγ. παιδ. 880).
- 2) (Επίθ.) που επάνω του ακουμπά, στηρίζεται κάπ. (προκ. για ραβδί, μπαστούνι):
- Το ακουμβιστήριον ξύλον εν ῳ ηκούμβιζεν (Παράφρ. Xων. 171).
[<αόρ. του ακουμπίζω + κατάλ. ‑τήρι, αν όχι <το ουδ. του επιθ. *ακουμβιστήριος ως ουσ. (βλ. παραπάνω σημασ. 2). Ο τ. ακουμβ‑ στο Meursius (‑ιος)· βλ. και LBG (‑ιος). H λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Kάθισμα, ανάκλιντρο, μέρος όπου αναπαύεται κανείς:



