Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αείδαρος ο.
-
- Γάιδαρος·
- (σε παροιμ.):
- πταίει γαρ ο αείδαρος και δέρνουσι … το σαμάρι (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 29217).
- (σε παροιμ.):
[<ουσ. γάιδαρος με παρετυμ. επίδρ. της φρ. αεί δέρεσθαι. H λ. στο Du Cange]
- Γάιδαρος·