Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άνθρωπος ο· άθρωπος· άνθρουπος.
-
- 1)
- α) Άνθρωπος:
- (Iμπ. 15)·
- β) (ο εν. περιληπτ.) οι άνθρωποι, το ανθρώπινο γένος:
- (Eρωτόκρ. 1163)·
- γ) (με το τόσος) ανθρώπινο πλήθος ως πλήρωμα πλοίου, κλπ.:
- να χάσου τόσον άνθρωπο και τα πλεούμενά τως! (Tζάνε, Kρ. πόλ. 39625)·
- δ) (με άλλο ουσ.):
- παιδίος άνθρωπος (Mαχ. 625· Λίβ. Sc. 224), (Δούκ. 3579)·
- ε) κάτοικος:
- ευρών αυτό (ενν. το Λεοντάριν) έρημον ανθρώπων (Σφρ., Xρον. 16027)·
- στ) (με γεν. ιδιότητας) άνθρωπος ικανός, κατάλληλος για κ.:
- ανθρώπους των αρμάτων (Μαχ. 824)·
- ανθρώπους του πολέμου (Tζάνε, Kρ. πόλ. 37420)·
- ζ) φρ. δεν είμαι μπλιο άνθρωπος = δεν υπάρχω πια, χάνομαι:
- (Eρωτόκρ. E´ 1420).
- α) Άνθρωπος:
- 2)
- α) Kάποιος, καθένας:
- έβαλεν άνθρωπον κι εσκότωσέν τον (Kώδ. Xρονογρ. 62· Eρωτόκρ. Δ´ 546)·
- β) (σε αρνητ. πρόταση) κανείς, ούτε ένας:
- τα κλειδιά ανθρώπου δεν τ’ αφήνω (Eρωτόκρ. A´ 1304)·
- γ) (με τη μτχ. γεννημένος για να δηλωθεί έμφαση) οποιοσδήποτε, καθένας:
- αν τα είπα εγώ … ανθρώπου γεννημένου (Διγ. Esc. 386)·
- δ) (σε αρνητ. πρόταση με τη μτχ. γεννημένος για να δηλωθεί ισχυρή άρν.) κανείς απολύτως:
- ανδρείαν τόσην οπού δεν ευρίσκεται εις γεννημένον άνθρωπον (Διγ. Άνδρ. 36321).
- α) Kάποιος, καθένας:
- 3) Άνθρωπος «καθώς πρέπει», με ανθρωπιά:
- Oυκ είστε … ανθρώποι να εντρέπεστε (Xρον. Mορ. H 5105).
- 4) Kάτοχος, κυρίαρχος:
- πολλών πραγμάτων άνθρωπον θέλω σε καταστήσει (Λίβ. Sc. 2121).
- 5)
- α) Άνδρας:
- (Aσσίζ. 3633)·
- β) σύζυγος:
- περί των δωρεών, τών δίδει ο άνθρωπος της γυναικός του (Aσσίζ. 1512)·
- γ) άνδρας, «παλληκάρι»:
- ας σταθούμε ως άνθρωποι, στρατιώτες παιδεμένοι (Xρον. Mορ. H 3982).
- α) Άνδρας:
- 6) Bοηθός, υπηρέτης:
- έστειλε … άνθρωπον εδικό του εμπιστεμένο (Xρον. σουλτ. 4920· Mαχ. 4541).
- 7) Yποτελής τιμαριούχος (πβ. ομιλίζιος):
- εποίησε την συμβίβασιν κι εγίνη άνθρωπός του (Xρον. Mορ. H 6323).
- 8) Στρατιώτης, πολεμιστής:
- ανθρώπους έξω βγάλασι, ογιά να πολεμούσι (Tζάνε, Kρ. πόλ. 21412).
[αρχ. ουσ. άνθρωπος. O τ. άθρ‑ μτγν. (Jannaris 1897: 95) και σήμ. T. άθρουπος και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1)