Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: άβουλος
1 item total
άβουλος, επίθ.
  • Που δεν έχει τη γνώμη και κάποιου άλλου:
    • άβουλος γαρ ου βούλομαι να στείλω την αρμάδα (Pιμ. Bελ. ρ 167).

[πιθ. <στερ. α‑ + ουσ. βουλή, αν δεν πρόκ. για το αρχ. επίθ. άβουλος. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go