Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άβλαφτος
1 εγγραφή
άβλαφτος, επίθ.
  • Που δεν έπαθε τίποτα, σώος, άθικτος:
    • το ερημοκκλήσι … ήτο άβλαφτον και γερόν (Iερόθ. Aββ. 334).

[μτγν. επίθ. άβλαπτος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες