Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: Βάραγγος
1 item total
βάραγγος ο.
  • Σκανδιναβός ή Αγγλοσάξονας στο βυζαντινό στρατό, κυρίως ως φρουρός των ανακτόρων και σωματοφύλακας του αυτοκράτορα:
    • τους βαράγγους δε και τας παραμονάς (Παράφρ. Χων. 756
    • (ως δεσμοφύλακας):
      • (Γλυκά, Στ. 170
    • (παιγνιωδώς):
      • Προστάξαντος ουν του βασιλέως … παρίστανται και οι … βάραγγοι· ο Καρύδιος … (Πωρικ. I 93).

[<μεσν. λατ. Waringus - Varingus, γερμ. προέλ. (Du Cange, Lat., λ. Vargi και Niermeyer, λ. Wa‑). Η λ. στο Meursius (Βάραγγοι)· βλ. και LBG (Βά‑)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go