Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ξύνω
5 εγγραφές [1 - 5]
αποξύνω.
  • Aπολήγω σε οξύ:
    • Σώμα παχύνων (ενν. ο δράκων), … όπισθεν λεπτυνόμενος και ουράν αποξύνων (Διγ. Gr. 2403).

[αρχ. αποξύνω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

αυξύνω,
βλ. αυξάνω.
δεξύνω.
  • Πηγαίνω προς τα δεξιά:
    • αν εις τη ζερβιά και να δεξύνω και αν εις τη δεξιά και ζερβύνω (Πεντ. Γέν. XIII 9).

[<επίθ. δεξιός + κατάλ. ύνω]

?ξύνω,
βλ. ξύω.
οξύνω.
  • I. (Ενεργ.) κάνω κ. οξύ, μυτερό, οξύνω:
    • (Ιερακοσ. 48027).
  • II. Μέσ.
    • 1) Γίνομαι οξύς, μυτερός·
      • (εδώ προκ. για σώμα) λεπταίνω, αδυνατίζω:
        • Σώμα παχύνων (ενν. ο δράκων), …, όπισθεν οξυνούμενος (Διγ. Z 2834).
    • 2) (Μεταφ.) οργίζομαι:
      • μη θυμωθείς μηδέ οξυνθείς (Σπαν. (Λάμπρ.) Vα 295).
    • 3) (Προκ. για τρίχες) σηκώνομαι (από φόβο):
      • (Διγ. Z 2493).

[αρχ. οξύνω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες