Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ίτσιν*
45 εγγραφές [1 - 10]
αγγουρίτσιν το.
  • Mικρό, τρυφερό αγγούρι:
    • δροσερό αγγουρίτσιν (Περί γέρ. 166).

[<ουσ. αγγούριν + κατάλ. ίτσιν]

αιματίτσιν το.
  • Λίγο αίμα:
    • (Προδρ. IV 513 χφφ VPK κριτ. υπ).

[<ουσ. αίμα + κατάλ. ίτσιν]

αμπελίτσιν το.
  • Mικρό αμπέλι, αμπελάκι:
    • εις τα αμπελίτσια βόσκομαι (ενν. το ορτύκιν) (Πουλολ. 513).
  • H λ. και ως τοπων.:
    • (Iστ. πολιτ. 3415).

[<ουσ. αμπέλιον + κατάλ. ίτσιν. H λ. τον 11. αι. (LBG, τζιν) και σήμ. ιδιωμ. (‑ι, Georgacas 1982: 220)]

αμυγδαλίτσιν το· ’μυγδαλίτσιν.
  • 1) Aμυγδαλάκι:
    • (Προδρ. III 197-2 χφ P κριτ. υπ).
  • 2) Mεταλλικό κόσμημα της επένδυσης βιβλίου σε σχήμα μικρού αμυγδάλου:
    • τετραβάγγελον … έχον … αμυγδαλίτσια δ´ … αργυρά (Kώδ. Πάτμου I 57).

[<ουσ. αμύγδαλον + κατάλ. ίτσιν. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (‑ι, Georgacas 1982: 220)]

αρκλίτσιν το.
  • Mικρή θήκη:
    • ολόχρυσον αρκλίτσιν …· μέσα σ’ εκείνο … εβάλασι την τέφραν (Θησ. IA´ [903]).

[<ουσ. άρκλα + κατάλ. ίτσιν· πβ. αρκλίτσα]

αστρίτσιν το,
βλ. αστρίκιν.
αφρατίτσιν το.
  • Είδος ψωμιού, το «αφράτο» (θωπευτ.):
    • μη να χορτάσω το ψωμίν, τό λέγουν αφρατίτσιν (Προδρ. III 146).

[<επίθ. αφράτος + κατάλ. ίτσιν]

βλαττίτσιν το.
  • Βλατί (εδώ προκ. για κάλυμμα εικόνας):
    • βλαττίτσιν μικρόν παλαιόν (Κώδ. Πάτμου I 41).

[<ουσ. βλαττίν + κατάλ. ίτσιν. Η λ. στο LBG (τζιν)]

βλησκουνίτσιν το· φλησκουνίτσιν.
  • Φλησκούνι (θωπευτ.):
    • βλησκουνίτσιν ολιγόν (Προδρ. IV 597 χφφ VΚ κριτ. υπ).

[<ουσ. βλησκούνιν + κατάλ. ίτσιν]

δακτυλιδίτσιν το.
  • Μικρό δαχτυλίδι:
    • η μέση του να έλεγες ωραίον δακτυλιδίτσιν (Ιμπ. 80).

[<ουσ. δακτυλίδιν + κατάλ. ίτσιν]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες