Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: ὄργητα
1 item total
όργητα η.
— Βλ. και οργή.
  • 1) Θυμός, οργή· έχθρα:
    • του κυρού μου η όργητα σε σπλάχνος να γυρίσει (Ερωτόκρ. Έ 81· Ροδολ. Ά 725
    • (μεταφ.):
      • του ριζικού την όργητα ποτέ δεν την φοβάται (Ερωτόκρ. Δ́ 620
    • (σε μεταφ.):
      • Διώξε τα νέφη τσ’ όργητας απού το πρόσωπό σου (Ζήν. Β́ 423
    • (ως σύστ. αντικ.):
      • οργίσθην του όργηταν πολλήν (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2135
    • έκφρ. όργητα θυμωμένη = (για έμφαση) υπερβολική οργή:
      • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1008]).
  • 2) (Προσωποπ., προκ. για τις θεές της οργής):
    • Τσ’ Όργητες τες σεμνές θεές (Ζήν. Έ 41).
  • 3) Απέχθεια, αποστροφή:
    • (Πανώρ. Ά 262), (Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 56).
  • Φρ.
  • 1) Βάνω κάπ. σ’ όργητα = κάνω κάπ. να οργιστεί:
    • (Ερωφ. Β́ 342).
  • 2) Είμαι στην όργητα κάπ. = υφίσταμαι το θυμό κάπ.:
    • (Ροδολ. Έ 232).
  • 3) Έχω όργητα σε κάπ. = είμαι οργισμένος με κάπ.:
    • (Πανώρ. Έ 213).
  • 4) Κατέρχομαι σ’ όργητα = γίνομαι θύμα της οργής κάπ.:
    • (Ριμ. Απολλων. [268]).
  • 5) Μπαίνω σ’ όργητα = οργίζομαι, θυμώνω:
    • (Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.) 4607).
  • 6) Πέφτει η όργητα = ξεσπά η οργή και (συνεκδ.) αποδίδεται τιμωρία:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1445]).
  • 7) Πιάνω όργητα = οργίζομαι:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [740]).
  • 8) Σβήνω την όργητα = παύω να είμαι οργισμένος, ηρεμώ:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [335]).
  • 9) Στέκει η όργητα = σταματά η οργή:
    • (Ζήν. Δ́ 169).

[<ουσ. οργή αναλογ. με τα ουσ. σε ‑(τ)ητα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Κόμης)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go