Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: ἀνατασμός
1 item total
ανατασμός ο· αναταγμός· αναταμός.
  • Bασανιστήριο:
    • τον αναταγμόν εκείνον τον φρικώδην (Kαλλίμ. 516).

[<ουσ. ανετασμός (9. αι., LBG)· βλ. και ετασμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go