Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμαντιάζω· αμεντιάζω· ’μαντιάζω.
-
- 1) Eπανορθώνω:
- (Aσσίζ. 9915).
- 2) Aποζημιώνω:
- να το αμαντιάσει (ενν. το κτηνόν) οτοσαύτης όσον έχρηζεν (αυτ. 1819).
[<γαλλ. amender (μεσν. τ. amander· πβ. προβ. amendar)]
- 1) Eπανορθώνω: