Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: παραθερίζω
1 item total
παραθερίζω.
  • Θερίζοντας επεκτείνομαι παράνομα και στο χωράφι του γείτονα, καταπατώ ξένη γη:
    • κλέπται, άρπαγοι … και οι παραθερίζοντες (Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 252).

[μτγν. παραθερίζω. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go