Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεστρώνω· εξεστρώνω· ξηστρώνω.
-
- Ά Αμτβ.
- 1) Αφαιρώ τα στρωσίδια, τα κλινοσκεπάσματα:
- (Σαχλ. B́ PM 584).
- 2) Αφαιρώ τη σέλα, ξεσελώνω το άλογο:
- (Διγ. Z 1975 κριτ. υπ).
- 1) Αφαιρώ τα στρωσίδια, τα κλινοσκεπάσματα:
- Β́ (Μτβ.) αφαιρώ το σαμάρι, ξεσαμαρώνω:
- ξεστρώνει τον (ενν. το γάδαρο), έλυσε κι άφησέ τον (Γαδ. διήγ. 26).
[<στερ. ξε‑ + στρώνω. Τ. ξηστρώννω σήμ. κυπρ. Ο τ. ξη‑ σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Ά Αμτβ.