Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεσκονίζω
1 εγγραφή
ξεσκονίζω.
  • Αφαιρώ τη σκόνη·
    • (εδώ με αισχρή σημασ.) φρ. ξεσκονίζω το πλιτσούνι = συνουσιάζομαι:
      • (Στάθ. Β́ 246).

[<στερ. ξε‑ + σκονίζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες