Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ντελάλισσα η· τελάλισσα.
-
- Αυτή που διαλαλεί εμπορεύματα:
- (Βακτ. αρχιερ. 153).
[<ουσ. (ν)τελάλης (<τουρκ. dellâl - tellâl) + κατάλ. ‑ισσα]
- Αυτή που διαλαλεί εμπορεύματα: