Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μύτη η· μούτη· μούττη.
-
- 1)
- α) Μύτη:
- (Θησ. ΙΒ́ [577])·
- έκοψαν τες μούττες τους (Μαχ. 67414)·
- β) (συνεκδ.) κεφάλι:
- από την μύτην τον σκεπούν (ενν. τον νεκρόν Έκτορα) μέχρι των αστραγάλων (Πόλ. Τρωάδ. 7323).
- α) Μύτη:
- 2) (Προκ. για πτηνά) ράμφος:
- (Πουλολ. 321), (Φυσιολ. 36721).
- 3) (Μεταφ.) αιχμηρό, οξύ άκρο, αιχμή, μύτη:
- μούττην του κονταρίου (Μαχ. 2825).
- 4) (Μεταφ.)
- α) προκ. για τα δάχτυλα των ποδιών:
- (Μπερτολδίνος 164)·
- β) προκ. για το μπροστινό μέρος των παπουτσιών
- (Προδρ. IV 56).
- α) προκ. για τα δάχτυλα των ποδιών:
- 5) (Μεταφ.) προκ. για το ακρότατο σημείο ακρωτηρίου:
- έχει μία μύτην χαμηλήν (Πορτολ. Β 3623).
- Φρ.
- 1) Είμαι εις την μούττην κάπ. = αντιμετωπίζω κάπ., έχω «πάρε-δώσε» με κάπ.:
- (Μαχ. 8637).
- 2) Παίρνω κάπ. από τη μύτη = έχω κάπ. υποχείριό μου, τον κάνω ό,τι θέλω:
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 186).
- 3) Πολεμώ κάπ. μούττες = πιέζω κάπ. για κ. προβάλλοντας επιχειρήματα ή εγείροντας αξιώσεις:
- (Μαχ. 56211).
- Η λ. σε τοπων.:
- Άσπρη Μύτη (Πορτολ. Α 23426).
[<αρχ. ουσ. μύτις. Οι τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Meursius (μή‑) και σήμ.]
- 1)