Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσόθυρον
1 εγγραφή
μεσόθυρον το.
  • (Εκκλ.) μεσοθύρι (βλ. ά.):
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 509).

[<επίθ. μέσος + ουσ. θύρα. Η λ. στον Κουμαν. (λ. ‑α)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες