Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσόθυρον το.
-
- (Εκκλ.) μεσοθύρι (βλ. ά.):
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 509).
[<επίθ. μέσος + ουσ. θύρα. Η λ. στον Κουμαν. (λ. ‑α)]
- (Εκκλ.) μεσοθύρι (βλ. ά.):
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<επίθ. μέσος + ουσ. θύρα. Η λ. στον Κουμαν. (λ. ‑α)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |