Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατεργάρης
1 εγγραφή
κατεργάρης ο· πληθ. κατεργάροι.
  • 1) Κωπηλάτης σε κάτεργο· ναύτης:
    • οι κατεργάροι ελάμνασι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 37526).
  • 2) Πανούργος:
    • (Πουλολ. 120 κριτ. υπ).

[<ουσ. κάτεργον + κατάλ. άρης. Η λ. στο Du Cange (λ. κάτεργον) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες