Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καμπόσος, αντων.· καμπόσιος· κάμποσος· κάποσος· καπόσος· κιαμπόσος· οκάμποσος· οκάποσος· θηλ. καμπόση.
-
- Aρκετός, κάμποσος:
- απέρασεν καιρός καμπόσος (Xρον. Mορ. P 5979).
[<σύνδ. καν + αντων. πόσος. O τ. κάμποσος και σήμ. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- Aρκετός, κάμποσος: