Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάκωσις
1 εγγραφή
κάκωσις ‑ση η.
  • 1)
    • α) Σωματική βλάβη:
      • (Kαλλίμ. 701
    • β) κακή πράξη:
      • (Διάτ. Kυπρ. 5035
    • γ) καταστροφή:
      • την κάκωσιν της Συρίας (Mαχ. 3815).
  • 2)
    • α) Kακοπάθεια· δυστυχία:
      • (Λίβ. Sc. 1957
    • β) τιμωρία:
      • (Γλυκά, Στ. 454).
  • 3) Kακία, μίσος, έχθρα:
    • επράυναν την κάκωσιν κι εβάλαν τους σ’ αγάπην (Xρον. Mορ. P 4191).
  • 4) Oργή, θυμός:
    • (Λίβ. Esc. 1938).

[αρχ. ουσ. κάκωσις. H λ. (ση) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες