Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρηνοβολῶ
1 εγγραφή
θρηνοβολώ.
  • Θρηνώ σπαρακτικά:
    • θρηνοβολού, θρηνολογούν, άξιον πένθος μέγα (Βυζ. Ιλιάδ. 1137).

[<ουσ. θρήνος + βολώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες