Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζηλωτικός
1 εγγραφή
ζηλωτικός, επίθ.
  • Αξιοζήλευτος:
    • ο τεχνίτης … κατεσκεύασέν τα ζηλωτικά εις ασχόλησιν (Λίβ. N 1671).

[αρχ. επίθ. ζηλωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες