Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζηλωτικός, επίθ.
-
- Αξιοζήλευτος:
- ο τεχνίτης … κατεσκεύασέν τα ζηλωτικά εις ασχόλησιν (Λίβ. N 1671).
[αρχ. επίθ. ζηλωτικός]
- Αξιοζήλευτος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. επίθ. ζηλωτικός]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |