Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εὐτυχισμός
1 εγγραφή
ευτυχισμός ο.
  • Ευτυχία:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1650]).

[<αόρ. του ευτυχίζω + κατάλ. μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες