Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευμορφοκαμωμένος, μτχ. επίθ.· εμορφοκαμωμένος· ’μορφοκαμωμένος· ομορφοκαμωμένος.
-
- α) Όμορφος:
- κόρην ωραιοτόπλαστην, ομορφοκαμωμένην (Λίβ. Esc. 3503)·
- άλογα … ’μορφοκαμωμένα (Βεν. 18)·
- β) (προκ. για πράγμα) όμορφα κατασκευασμένος, φτιαγμένος:
- παπούτσες χελωνόκοπες ευμορφοκαμωμένες (Γεωργηλ., Θαν. 585)·
- το παλάτιν το χρυσόν τ’ ομορφοκαμωμένο (Βεν. 39).
[<επίρρ. εύμορφα + μτχ. παρκ. του κάμνω. Ο τ. ομ‑ και σήμ.]
- α) Όμορφος:



