Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρυχητίας
1 εγγραφή
βρυχητίας ο.
  • Αυτός που βρυχάται:
    • λέων ο βρυχητίας (Βίος Αλ. 7).

[<ουσ. βρυχητής (6. αι., L‑S) + κατάλ. ίας. Η λ. το 12. αι. (LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες