Epitome of the Kriaras Dictionary
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- βρυχητίας ο.
-
- Αυτός που βρυχάται:
- λέων ο βρυχητίας (Βίος Αλ. 7).
[<ουσ. βρυχητής (6. αι., L‑S) + κατάλ. ‑ίας. Η λ. το 12. αι. (LBG)]
- Αυτός που βρυχάται:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[<ουσ. βρυχητής (6. αι., L‑S) + κατάλ. ‑ίας. Η λ. το 12. αι. (LBG)]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |