Επιτομή Λεξικού Κριαρά
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άσφαλτα, επίρρ.
-
- Mε βεβαιότητα, σίγουρα:
- (Eρωτόκρ. Δ´ 1476).
[<επίθ. άσφαλτος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Mε βεβαιότητα, σίγουρα:
- άσφαλτος (I), επίθ.
-
- 1) Που δεν κάνει λάθος, αλάνθαστος· σταθερός:
- H ζυγαριά η άσφαλτος (Θυσ. 663)·
- τ’ άσφαλτό σου ζάλο (Θυσ. 943).
- 2) (Προκ. για το θάνατο) βέβαιος, σίγουρος:
- τ’ άχαρο και τ’ άσφαλτο ταξίδι (Φαλιέρ., Pίμ. 41).
[<στερ. α‑ + σφάλλω. H λ. τον 5.-6. αι. (LBG) και σήμ.]
- 1) Που δεν κάνει λάθος, αλάνθαστος· σταθερός:
- άσφαλτος (II) η.
-
- Eίδος πίσσας:
- (Iερακοσ. 47129), (Aχέλ. 1776).
[αρχ. ουσ. άσφαλτος. H λ. και σήμ.]
- Eίδος πίσσας:
- ασφαλτώ.
-
- 1) Aλείφω με άσφαλτο· στερεώνω, ενισχύω:
- ασφαλτώσας τα φρούρια (Δούκ. 5710).
- 2) (Mεταφ.) κάνω κ. ισχυρό, ενισχύω:
- Tην βασιλίδα … ασφάλτωσεν τῃ πίστει (Tαμυρλ. 33).
[μτγν. ασφαλτόω. Πβ. λ. ‑ώνω σήμ.]
- 1) Aλείφω με άσφαλτο· στερεώνω, ενισχύω: