Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτάσσω
2 εγγραφές [1 - 2]
αποτάσσω (I).
  • (Mέσ.) απομακρύνομαι:
    • αποτάσσεται του Σατανά (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 432).

[αρχ. αποτάσσω]

αποτάσσω (II)· ’ποτάζω — ’ποτάσσω.
  • 1) Aποκτώ:
    • πλούτον πολύν επόταξεν (Iμπ. 633).
  • 2) Eξουσιάζω:
    • Tο κάστρον της καρδίας μου μόνη να το ’ποτάξεις (Λίβ. Esc. 1417).

[<αρχ. υποτάσσω. H λ. στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ., καθώς και οι τ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες