Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναστηλώνω
1 εγγραφή
αναστηλώνω.
  • Αναπαριστώ τιμητικά κάπ. ή κ. σε γλυπτό:
    • (Λίβ. Sc. 635).

[μτγν. αναστηλόω. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες