Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναστηλώνω.
-
- Αναπαριστώ τιμητικά κάπ. ή κ. σε γλυπτό:
- (Λίβ. Sc. 635).
[μτγν. αναστηλόω. H λ. και σήμ.]
- Αναπαριστώ τιμητικά κάπ. ή κ. σε γλυπτό:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μτγν. αναστηλόω. H λ. και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |