Epitome of the Kriaras Dictionary
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- Λουμπάρδος ο· Λαμπάρδος· Λουπάρδος.
-
— Πβ. και Λογγόβαρδοι.
- Λομβαρδός:
- (Χρον. Μορ. H 1059), (Σαχλ. Β́ PM 355).
[<μεσν. λατ. Lombardus/Lumbardus - ιταλ. Lombardo. Ο τ. Λα‑ (<παλαιότ. ιταλ. Lambardo, πβ. DEI, λ. la‑) στο Χωνιάτη. Η λ. το 12. αι.]
- Λομβαρδός:



