Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Γλωσσική αλλαγή [Α6] 

Κική Νικηφορίδου (2001) 

Όλες οι ζωντανές γλώσσες αλλάζουν συνεχώς. Η γλώσσα της κάθε γενιάς δεν είναι ποτέ ολόιδια με τη γλώσσα της προηγούμενης ή της επόμενης και, αν και μεταξύ διαδοχικών γενεών οι διαφορές είναι μικρές και δεν διαταράσσουν την επικοινωνία, ύστερα από αιώνες ή χιλιετίες οι συσσωρευμένες αλλαγές προκαλούν ριζικές αλλαγές στο εκάστοτε γλωσσικό σύστημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ελληνική όπου το μεγάλο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ λ.χ. των ομηρικών επών και της νέας ελληνικής καθιστά αδύνατη (χωρίς διδασκαλία) την κατανόηση των αρχαίων κειμένων από τους σύγχρονους ομιλητές.

Στα πλαίσια της ιστορικής γλωσσολογίας (δηλαδή του γλωσσολογικού κλάδου που μελετάει τη διαχρονική εξέλιξη των γλωσσών), ιδιαίτερα κατά τον 20ό αιώνα, έχει γίνει σαφές ότι χαρακτηρισμοί όπως "φθορά" και "πρόοδος" δεν αρμόζουν στην αλλαγή της γλώσσας (βλ. και Θεοφανοπούλου 1996). Δεν υπάρχουν δηλαδή γλωσσικά κριτήρια βελτίωσης ή φθοράς των γλωσσών. Ενώ μπορούμε λ.χ. να παρατηρήσουμε ότι κάποιο τμήμα της προφοράς ή της γραμματικής μιας γλώσσας αλλάζει προς μια απλούστερη ή αναλογικότερη (και με αυτή την έννοια "καλύτερη") μορφή, παρόμοιες κρίσεις ακυρώνονται από το γεγονός ότι η ίδια αυτή γλώσσα σε άλλους τομείς ή σε μεταγενέστερα στάδια μπορεί να παρουσιάσει πλήρη ανατροπή του αναλογικού μέρους της. Συναφής είναι και η αναμφισβήτητη πλέον διαπίστωση ότι η κατά περιόδους ιστορική κυριαρχία ορισμένων γλωσσών δεν οφείλεται στη γλωσσική τους ανωτερότητα αλλά καθαρά σε γεωπολιτικούς λόγους, όπως η κυριαρχία της αγγλικής στις μέρες μας και η κυριαρχία της ελληνιστικής κοινής στην αρχαιότητα.

Η υιοθέτηση χρωματισμένων, θετικών ή αρνητικών, κρίσεων για την πορεία των γλωσσικών αλλαγών προϋποθέτει μεταξύ άλλων ότι κάποιες γλώσσες (όπως αναφέραμε πριν) αλλά και γλωσσικές διάλεκτοι ή ποικιλίες, κάποια γλωσσικά ύφη είναι καλύτερα ή ανώτερα από άλλα και μπορούν, επομένως, να αποτελέσουν κατευθύνσεις για την όποια γλωσσική μεταβολή (βλ. και Κακριδή-Ferrari & Χειλά-Μαρκοπούλου 1996). Και αυτή όμως η υπόθεση, αν και ίσχυσε για ορισμένες γλώσσες ή διαλέκτους ή υφολογικές ποικιλίες σε διάφορες περιόδους της ιστορίας, δεν γίνεται αποδεκτή στα πλαίσια της επιστημονικής γλωσσολογίας, όπου ήδη από τη δεκαετία του '60 έγινε σαφές ότι η ποικιλία στη γλώσσα είναι αυτή ακριβώς που τροφοδοτεί τη γλωσσική αλλαγή. Οι διαφορετικές πραγματώσεις ενός γραμματικού ή συντακτικού φαινομένου, οι διαφορετικές προφορές μιας λέξης ή οι διαφορετικές χρήσεις της από τους ομιλητές, οι διαφορετικές υφολογικές ή διαλεκτικές ποικιλίες σε όλα τα επίπεδα της γλωσσικής περιγραφής εμπεριέχουν συχνά το σπέρμα γλωσσικών μεταβολών και δίνουν στον γλωσσολόγο την ευκαιρία να παρατηρήσει την αλλαγή σε εξέλιξη. Μέσα π.χ. από τη μορφολογική ποικιλία στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο διαφόρων χρόνων (φεύγουν-φεύγουνε, φύγαν-φύγανε, θα φύγουν-θα φύγουνε) μπορούμε να ανιχνεύσουμε μια πιθανή αλλαγή του ρηματικού συστήματος της νέας ελληνικής προς μια αναλογικότερη, στην περίπτωση αυτή, μορφή σύμφωνα και με τα άλλα πρόσωπα του πληθυντικού (φεύγουμε, φεύγετε, φεύγουνε).

Αυτή η προσέγγιση της γλωσσικής αλλαγής, μέσα από τις γλωσσικές ποικιλίες, δείχνει καθαρά κάτι που συχνά αποκρύπτει η μελέτη της διαχρονίας των γλωσσών μόνο μέσω προγενέστερων γραπτών κειμένων: η αλλαγή στη γλώσσα συμβαίνει σταδιακά και συνεχώς. Τα γραπτά κείμενα, όπου υπάρχουν, δίνουν βέβαια τη δυνατότητα στον μελετητή της γλωσσικής αλλαγής να παρακολουθήσει τη διαφοροποίηση μεταξύ των περιόδων της γλώσσας. Σε γλώσσες με πλούσια γραπτή παράδοση, όπως η ελληνική, οι πηγές αυτές είναι ιδιαίτερα πολύτιμες, δεδομένου ότι η αντιπαραβολική εξέταση κειμένων -π.χ. της κλασικής περιόδου και της κοινής- επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων για τις φωνολογικές, γραμματικές κλπ. αλλαγές που συνέβησαν στη γλώσσα κατά τους αιώνες που μεσολάβησαν. Η θεώρηση όμως αυτή της αλλαγής ως εναλλασσόμενων αυτόνομων συστημάτων μέσα στον χρόνο τείνει να καλύψει τη σταδιακότητα και το συνεχές που αναφέραμε. Τα δύο αυτά στοιχεία, που συνιστούν την πραγματικότητα της μετάβασης από το ένα στάδιο στο άλλο, μπορούν να παρατηρηθούν μόνο μέσα από τον ζωντανό προφορικό λόγο όπου παλιότεροι και νεότεροι τύποι συνυπάρχουν μέχρι την επικράτηση και την ευρύτερη διάδοση του ενός από αυτούς (χωρίς φυσικά η συνύπαρξη αυτή να αποκλείεται από τα γραπτά κείμενα, ορισμένα από τα οποία προσφέρονται ιδιαίτερα για τη μελέτη των μεταβατικών σταδίων).

Απλοποιώντας και συνοψίζοντας στοιχεία της σύγχρονης βιβλιογραφίας μπορούμε να πούμε ότι η γλωσσική αλλαγή χαρακτηρίζεται από δύο επιπλέον αξιωματικές αρχές που γίνονται ευρύτερα αποδεκτές:

1) Τίποτα δεν δημιουργείται από το τίποτα. Όλοι οι νεωτερισμοί (στην προφορά, στη γραμματική, στη σύνταξη, στη σημασία) αποτελούν είτε επανανάλυση [reanalysis] δομών που ήδη υπάρχουν στην εκάστοτε γλώσσα είτε δάνεια από άλλες γλώσσες. Εξάλλου, σχετικά με τη δημιουργία των πρώτων λέξεων, που αναπόφευκτα τίθεται ως ερώτημα, υπάρχουν πολλές και συχνά αντικρουόμενες θεωρίες (π.χ. ότι οι πρώτες λέξεις δημιουργήθηκαν πιθανά από φυσικούς ήχους -όπως λαχανιάσματα, κραυγές διαφόρων ειδών κ.ο.κ.-, που παγιοποιήθηκαν με κάποιο συμβατικό νόημα), αλλά οι ερμηνείες αυτές είναι καθαρά υποθετικές.

2) Οι γλωσσικές αλλαγές είναι "μονόδρομος" και κινούνται κατά κανόνα προς προβλέψιμες, ή τουλάχιστον δικαιολογημένες, κατευθύνσεις. Όπως είπε και ο διάσημος αμερικανός γλωσσολόγος Edward Sapir ήδη από το 1921, η γλωσσική αλλαγή φαίνεται να έχει φορά και διεύθυνση. Εξέφρασε έτσι διαισθητικά αυτό που σήμερα έχει γίνει κοινή συνείδηση των ιστορικών γλωσσολόγων, ότι δηλαδή κάποιες αλλαγές είναι και δυνατές και πιθανές, ενώ άλλες απίθανες και μάλλον αδύνατες. Η δημιουργία, π.χ., νέας σειράς ηχηρών κλειστών συμφώνων [b d g] στην ελληνιστική κοινή (κυρίως μέσω δάνειων λέξεων από τη λατινική) μπορεί να θεωρηθεί κίνηση εξισορρόπησης ενός συμφωνικού συστήματος που είχε δύο σειρές διαρκών φθόγγων, [f θ χ] και [v δ γ], αλλά μία μόνο σειρά κλειστών, τα [p t k]. Με την έννοια αυτή η συγκεκριμένη αλλαγή μπορεί να χαρακτηριστεί δικαιολογημένη ή μερικά προβλέψιμη, χωρίς φυσικά το κίνητρο (ούτε εδώ ούτε και σε καμία άλλη περίπτωση) να έχει αναγκαστικό χαρακτήρα.

Η αλλαγή στη γλώσσα έχει επομένως κανονικότητα και η κανονικότητα αυτή μπορεί να παρατηρηθεί σε όλα τα επίπεδα περιγραφής, δηλαδή τη φωνολογία, τη γραμματική/σύνταξη, τη σημασιολογία. Σε σχέση με τη φωνολογική αλλαγή, η κανονικότητα είχε παρατηρηθεί ήδη από τον 19ο αιώνα και είχε μάλιστα υπερεκτιμηθεί. Οι παλαιότεροι ιστορικοί γλωσσολόγοι είχαν συγκεκριμένα υποστηρίξει ότι όλες οι φωνολογικές αλλαγές συμβαίνουν κατά τρόπο μηχανικό, σχεδόν αυτόματα, βάσει γενικών κανόνων χωρίς εξαιρέσεις και επηρεάζοντας όλες τις σχετικές λέξεις ταυτόχρονα. Γνωρίζουμε σήμερα ότι αυτό είναι υπεραπλούστευση και μάλλον παραπλανητική εικόνα μιας πολύ πιο σύνθετης πραγματικότητας, όπου η αλλαγή στην προφορά ορισμένων φθόγγων επηρεάζει πρώτα ορισμένες λέξεις και εξαπλώνεται σταδιακά. Παραμένει ωστόσο γεγονός ότι τόσο η φωνολογική και η γραμματική αλλαγή όσο και η σημασιολογική (που είχε μέχρι πρόσφατα θεωρηθεί αυθαίρετη και δυσπρόσιτη στην κανονική ανάλυση) ακολουθούν "φυσικές" (όχι όμως αναγκαστικές) διαδρομές. Σημαντικός μηχανισμός στη γραμματική αλλαγή έχει αναδειχθεί η αναλογία (π.χ. η αιτιατική πληθυντικού των τριτοκλίτων σε -ας αλλάζει σε -ες αναλογικά με την ονομαστική ήδη από τον 3ο π.Χ. αιώνα: τας γυναίκας > τας γυναίκες), ενώ στη σημασιολογική εξέλιξη των λέξεων βασικό ρόλο παίζουν μηχανισμοί όπως η μεταφορά, η μετωνυμία και η υποκειμενικοποίηση της σημασίας που καθορίζουν και την κατεύθυνση της αλλαγής.

Όπως έδειξαν οι πρόσφατες έρευνες, τα είδη των κινήτρων πίσω από συγκεκριμένους τύπους μεταβολών τείνουν να είναι καθολικά, να ισχύουν δηλαδή για όλες τις γλώσσες. Αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξο δεδομένου ότι τα κίνητρα αυτά ανάγονται τελικά σε γενικές αρχές της άρθρωσης (για κάποιους τύπους φωνολογικών μεταβολών), όπως και σε αρχές της νόησης και της κοινωνικής οργάνωσης (για όλα τα άλλα είδη γλωσσικής μεταβολής). Διαφορετικά όμως κίνητρα εμφανίζονται να έχουν μεγαλύτερο ή μικρότερο βάρος σε σχέση με αλλαγές σε συγκεκριμένες γλώσσες ή με συγκεκριμένα στάδια της αλλαγής, ενώ συγχρόνως ενδέχεται τα διαφορετικά κίνητρα που ενέχονται εκ παραλλήλου σε μια αλλαγή να σπρώχνουν προς διαφορετικές ή και αντίθετες κατευθύνσεις. Έτσι, π.χ. οι τυπολογικές μελέτες (οι μελέτες δηλαδή καταγραφής και περιγραφής των χαρακτηριστικών των διαφόρων γλωσσών) έχουν δείξει ότι πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (μεταξύ αυτών και η ελληνική) τείνουν ιστορικά προς κατάργηση ή απλοποίηση του συστήματος των καταλήξεων και αντικατάστασή του από άλλα γραμματικά/συντακτικά μέσα, ενώ αντίθετα άλλες (π.χ. ινδιάνικες ιθαγενείς) εξελίσσονται προς την κατεύθυνση του εμπλουτισμού των καταλήξεων. Είναι ευνόητο ότι καμιά από τις δύο αυτές εξελίξεις δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως φθορά ή βελτίωση των μορφολογικών συστημάτων των εν λόγω γλωσσών, αφού και οι δύο, απόντος οποιουδήποτε γλωσσικού κριτηρίου, εντάσσονται μέσα στη φυσική τους εξέλιξη.

Ανάλογα με το είδος του κινήτρου που προβάλλεται ως η κατεξοχήν κινητήρια δύναμη στη γλωσσική αλλαγή καθορίζονται και διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις στην ιστορική γλωσσολογία. Κάποια ρεύματα προέβαλαν περισσότερο κοινωνιογλωσσικούς παράγοντες, όπως η επαφή πληθυσμών και ο δανεισμός, οι κοινωνικές ανάγκες, η κοινωνικά προνομιούχος θέση μιας διαλέκτου ή ύφους που μπορεί να τα καθιστά "πρότυπα" για τη γλωσσική μεταβολή κ.ο.κ. H αρχικά ατελής εκμάθηση μιας γλώσσας από ξένους ομιλητές (λόγω της επαφής πληθυσμών στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο) έχει π.χ. προταθεί ως εξήγηση για τις αλλαγές που υπέστη η αττική διάλεκτος έτσι ώστε να αποτελέσει τη βάση της ελληνιστικής κοινής. Άλλες ερμηνείες για τη γλωσσική αλλαγή θεμελιώθηκαν θεωρητικά πάνω στους καθαρά ενδογλωσσικούς/ενδοσυστημικούς παράγοντες που αφορούν την ισορροπία του εκάστοτε γλωσσικού συστήματος (πρβ. το παράδειγμα των ηχηρών κλειστών της κοινής που αναφέραμε πριν) ή πάνω στα εγγενή/φυσικά κίνητρα της αλλαγής (π.χ. η ευκολία στην προφορά κάποιου φωνητικού συνδυασμού έναντι άλλου, μέσω μηχανισμών όπως η αφομοίωση, μπορεί να πριμοδοτήσει αλλαγή προς αυτή την κατεύθυνση). Στις περισσότερες περιπτώσεις γλωσσικών μεταβολών συνυπάρχουν διαφορετικά κίνητρα και δεν είναι πάντα εύκολο να εκτιμηθεί το ειδικό βάρος του καθενός ως γενεσιουργού αιτίας της αλλαγής (βλ και Aitchison 1994).

Συνοψίζοντας επιγραμματικά όσα ήδη αναφέραμε, μπορούμε να πούμε ότι η γλωσσική αλλαγή είναι αναπόφευκτη, αέναη και συμβαίνει σταδιακά, προϋποθέτοντας χρονικές περιόδους ποικιλίας κατά τις οποίες οι ομιλητές της γλώσσας μπορούν να επιλέξουν μεταξύ του α΄ ή β΄ τύπου, της α΄ ή β΄ προφοράς ή χρήσης. Συνέπεια αυτών είναι και το ότι η αλλαγή στη γλώσσα δεν ελέγχεται από εξωτερικές, οργανωμένες ή ατομικές, παρεμβάσεις. Αντίθετα, όπως και όλα τα πράγματα στη γλώσσα, καθορίζεται από τις ιδιότητες και τους εγγενείς περιορισμούς της ανθρώπινης φυσιολογίας, νόησης και κοινωνίας.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 11:03